- δυσαρθρία
- η мед. дизартрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυσαρθρία — η δυσκολία στην άρθρωση τών συλλαβών τών λέξεων, είδος τραυλισμού … Dictionary of Greek
βραδυγλωσσία — η η δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek